- ἰκμάς,-άδος
- + ἡ N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 17,8; Jb 26,14moisture, moist place Jer 17,8ἐπὶ ἰκμάδα λόγου at the least (at a drop) of his words Jb 26,14
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek
ίκμιος — ἴκμιος, ον, θηλ. και ία (Α) [ικμάς] 1. υγρός 2. (ως επίθ. τού Αρισταίου) ικμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ άς + ιος αντί τού *ικμά διος < θ. ικμάδ τού ἰκμάς, άδος] … Dictionary of Greek
άνικμος — ἄνικμος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει ικμάδα, υγρασία, ο ξερός 2. (για φυτά) ο δίχως χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ικμάς ( άδος) «υγρασία»] … Dictionary of Greek
ύπικμος — ον, Μ υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ικμος (< ἰκμάς, άδος «υγρασία»), πρβλ. ἔν ικμος] … Dictionary of Greek
сцать — сцу, сцишь, также 3 л. ед. ч. ссыт (Аввакум 145), укр. сцяти, сцю, сциш, блр. сцаць, сербск. цслав. сьцати, сьчѫ, сьчиши (Мi. LР 969); словен. scati, ščim, чеш. scati, польск. szczac, szczę, в. луж. šcec, н. луж. šcas. Праслав. *sьсаti, *sьčǫ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера